- μαγαρίτης
- ο1) вероотступник, нечестивец; неверный (уст. ); 2) бран. негодяй (о покойнике — вместо μακαρίτης)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαγαρίτης — ο (Μ μαγαρίτης) 1. αυτός που απαρνείται τον χριστιανισμό και ασπάζεται τον ισλαμισμό, αρνησίθρησκος, εξωμότης 2. (σκωπτικά και υβριστικά) μακαρίτης μσν. μιαρός, μολυσμένος, μαγαρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγαρίζω + κατάλ. ίτης ή, κατ άλλη άποψη, από … Dictionary of Greek
MAGARITA — apud Anastasium in Histor. Eccl. et Paulum Diaconum in Hist. Miscell. ubi Μαγαρίτης habet Theophanes, apostata est, Christianae religionis desertor: a verbo μαγαρίζειν, magarizare, h. e. stercore faciem conspurcare, quô non modô Saracenicam et… … Hofmann J. Lexicon universale